- δυσαναπνευστος
- δυσανάπνευστοςδυσ-ανάπνευστος2с трудом вдыхаемый или затрудняющий дыхание
(τὰ σαπρά Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ σαπρά Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσανάπνευστος — δυσανάπτευστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν αναπνεύσει κάποιος 2. αυτός που δύσκολα εκτελεί τη διαπνοή … Dictionary of Greek
δυσανάπνευστον — δυσανάπνευστος offensive to inhalation masc/fem acc sg δυσανάπνευστος offensive to inhalation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάπνευστα — δυσανάπνευστος offensive to inhalation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάπνευστοι — δυσανάπνευστος offensive to inhalation masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)